- αιμομίκτης
- [эмомиктис] ουσ. а кровосмеситель,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αιμομίκτης — και αιμομείκτης, ο (Μ αἱμομίκτης) (Ν θηλ. ίκτρια και χτρα) αυτός που συνουσιάζεται με γυναίκα συγγενή εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + μικτης < μειγνύω] … Dictionary of Greek
αιμομείκτης — αιμομεικτικός, αιμομειξία κ.λπ. βλ. αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία κ.λπ … Dictionary of Greek
αιμομικτικός — ή, ό και αιμομεικτικός [αιμομίκτης] ο σχετικός με την αιμομιξία … Dictionary of Greek
μητροκοίτης — μητροκοίτης, ὁ (Α) αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο κοίτης, δρυο κοίτης] … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek